ΕΚΘΕΣΗ
ΠΕΡΙ ΛΟΓ/ΣΜΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΤΕ
του κ. Γ. Ρωμανιά Επιστημονικού Συμβούλου ΙΝΕ – ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ
1 Σκοπός της σύστασης του Λογαριασμού Επικούρησης του προσωπικού της Εθνικής
Τράπεζας της Ελλάδος είναι «η παροχή μηνιαίας επικουρήσεως εις το εξελθόν και ο
εξερχόμενον προσωπικόν της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος» (άρθρον 1 παρ. 2 του ισχύο-
ντος Διαρκούς Κανονισμού του Λογαριασμού).
2 Εξάλλου, ειδική πρόβλεψη του ισχύοντος Κανονισμού, ορίζει, ότι, η διαχείριση του
Λογαριασμού διεξάγεται από ειδική 9μελή Διαχειριστική Επιτροπή (Δ.Ε), απαρτιζόμε-
νη από το Διοικητή της Τράπεζας η τον αναπληρωτή του, ως Πρόεδρο από 2 στελέχη της
Τράπεζας, από τους Προέδρους των Δ.Σ. των 3 Συλλόγων του προσωπικού, από τον Πρό-
εδρο και ένα μέλος του Δ.Σ. του Τ.Υ.Π.-Ε.Τ.Ε. και από τον πρόεδρο του Δ.Σ. του Συλλόγου
των Συνταξιούχων της Τράπεζας. Επισημαίνεται, ότι, μετά τη συγχώνευση του Συλλόγου
Φροντιστών, τα μέλη της Δ.Ε. περιορίσθηκαν, στην πράξη, σε 8 (άρθρο 2 παρ. 1 του ισχύο-
τος Κανονισμού).
3 Η Δ.Ε. διοικεί και διαχειρίζεται την περιουσία του Ειδικού Λογαριασμού και μεριμνά για
την επωφελέστερη τοποθέτηση των διαθεσίμων κεφαλαίων. Επίσης, η Δ.Ε. μεριμνά
και ελέγχει την κανονική είσπραξη των εισφορών και των λοιπών πόρων του Λογαριασμού
και των ενεργουμένων, από το Λογαριασμό, καταβολών (άρθρο 2 παρ. 2 του ισχύοντος
Κανονισμού).
4 Η (τακτική) χρηματοδότηση του Λογαριασμού προέρχεται από συγκεκριμένους πό-
ρους που καταγράφει το άρθρο 5 του ισχύοντος Κανονισμού, με σημαντικότερον εξ
αυτών, εισφορά των μισθωτών 3,5% και εισφορά της Τράπεζας 9% επί των πάσης φύσεως
αποδοχών του προσωπικού.
5 Σύμφωνα με την πρόβλεψη (μη ισχύουσα πλέον) του άρθρου 9 του τροποποιηθέντος
και αναμορφωθέντος Κανονισμού, μετά τη συγχώνευση, το 1953, της τότε Εθνικής
Τράπεζας και της τότε Τράπεζας Αθηνών σε μία Τράπεζα, το ύψος της παρεχόμενης επικού-
ρησης καθορίζεται σε ποσοστό της καταβαλλόμενης σύνταξης.
6 Η ρύθμιση, όμως, αυτή άλλαξε με την τροποποίηση του Κανονισμού, το Νοέμβριο
1996 οπότε και ορίστηκε, ότι, το ύψος της παρεχόμενης επικούρησης προκύπτει ως
ποσοστό (όχι της καταβαλλόμενης σύνταξης αλλά) των συνταξίμων αποδοχών με συνεκτί-
μηση και των κατά περίπτωση συνταξίμων ετών και οικογενειακών επιδομάτων.
7 Είναι ασφαλώς, σαφές, ότι, με την αλλαγή αυτή της βάσης υπολογισμού της επικού-
ρησης που εγκρίθηκε από το Δ.Σ. της Τράπεζας ο Λογαριασμός επιβαρύνθηκε ουσιω-
δώς, αφού το ύψος των συντάξεων υπολείπεται, του ύψους των συνταξίμων αποδοχών.
69
8 Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, το Δ.Σ. της Τράπεζας αποδέχθηκε την επιβάρυνση αυτή του
Λογαριασμού, χωρίς να κρίνει αναγκαία την προηγούμενη διεξαγωγή σχετική αναλο-
γιστικής μελέτης για τον ακριβή προσδιορισμό του ύψους της αναμενόμενης επιβάρυνσης.
9 Σύμφωνα, επίσης, με την προισχύσασα διάταξη του εδαφίου 3 του άρθρου 9 του, από
το 1953, Κανονισμού : «Το ποσοστό της επικούρησης καθορίζεται εκάστοτε, αυξανό-
μενον η μειούμενον δια πάντας τους τε κατά τον χρόνον των αυξομειώσεων επικουρού-
μενους ως και τους μέλλοντας τοιούτους, υπό της Δ.Ε. του Ειδικού Λογαριασμού, κατά κυ-
ριαρχική κρίσιν, βάσει των εσόδων και των εν γένει οικονομικών δυνατοτήτων του Ειδικού
Λογαριασμού και μετ’ έγκρισιν του Διοικητικού Συμβουλίου της Τραπέζης».
10 Με τη διάταξη, συνεπώς, αυτήν, η Δ.Ε. είχε την απόλυτη ευχέρεια να καθορίζει
εκάστοτε το ύψος του ποσοστού της παρεχόμενης επικούρησης και να προβαίνει
σε επιβαλλόμενες, κατά τη απόλυτη κρίση της, αυξομειώσεις του ποσοστού αυτού. Περιο-
ρισμό στην κρίση της Δ.Ε. έθετε μόνον η εκάστοτε οικονομική κατάσταση του Λογαριασμού
και συνεπώς, η Δ.Ε. όφειλε να κρίνει πάντοτε, «βάσει των εσόδων και των εν γένει οικονο-
μικών δυνατοτήτων του Ειδικού Λογαριασμού»
11 Επισημαίνεται, όμως, ότι, σε κάθε περίπτωση καθορισμού η αυξομείωσης του
ποσοστού της επικούρησης, οι αντίστοιχες αποφάσεις της Δ.Ε τελούσαν υπό την
προϋπόθεση της έγκρισής τους από το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας.
12 Συνεπώς και υπό το κράτος ισχύος της παρ. 3 του άρθρου 9 του Κανονισμού, η
τελική εξουσία και αρμοδιότητα λήψης απόφασης ως προς το ύψος του ποσοστού
επικούρησης είχε εκχωρηθεί στη Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας.
13 H επιλογή αυτή ερμηνεύεται, προφανώς, από τη διαπνέουσα τον Κανονισμό
αλλά και γενικότερα την δημιουργία και λειτουργία του Λογαριασμού Επικούρη-
σης αντίληψη και συμβατική δέσμευση, ότι, ό Λογαριασμός Επικούρησης εντάσσεται στο
όλον πλέγμα των εργασιακών σχέσεων μεταξύ προσωπικού και Εθνικής Τράπεζας και ότι
η διασφάλιση της επάρκειας στη χρηματοδοτησή του αποτελεί συμβατική υποχρέωση της
Εθνικής Τράπεζας.
14 Η άποψη αυτή αιτιολογεί και την επιλογή της Τράπεζας να εγκρίνει την αλλαγή
του τρόπου υπολογισμού των επικουρήσεων (με τον υπολογισμό τους όχι στη
βάση των συντάξεων αλλά στη βάση των συντάξιμων αποδοχών) και να αποδεχθεί την
αντίστοιχη επιβάρυνση του Λογαριασμού, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε σχετική αναλο-
γιστική μελέτη (πιο πάνω παρ. 6).
15 Σε κάθε περίπτωση, το σύστημα παροχών που είχε επιλέξει ο Λογαριασμός με τη
διατύπωση αυτή του εδ. 3 του άρθρου 9 του Κανονισμού, εντάσσεται στην κατη-
γορία των συστημάτων εγγυημένης εισφοράς (defined contributions system).
16 Με την τροποποίση, εν συνεχεία, του Κανονισμού, το 1996 η διάταξη αυτή του
άρθρου 9 εδ.3 απαλείφθηκε ολοσχερώς, με συνέπεια στον ισχύοντα σήμερα Κα-
νονισμό να απουσιάζει οποιαδήποτε μνεία περί δυνατότητας αυξομείωσης του ποσοστού
επικούρησης από τη Δ.Ε.
17 Η απάλειψη αυτή του εδ. 3 του άρθρου 9 του προισχύσαντος Κανονισμού επι-
βεβαιώνει, ασφαλώς σε συνδυασμό και με τη ρύθμιση της διάταξης του εδ. 90
του άρθρου 9 του Κανονισμού (βλ. αμέσως επόμενες παραγράφους), τη διαπίστωση, ότι,
τελικός αμέσως επόμενες παραγράφους), τη διαπίστωση, ότι, τελικός εγγυητής των κα-
ταβολών του Λογαριασμού Επικούρησης παραμένει η Εθνική Τράπεζα, η οποία, άλλωστε,
συναίνεσε και αποδέχθηκε την απάλειψη του εδ. 3 του άρθρου 9 του Κανονισμού του
Λογαριασμού Επικούρησης, στα πλαίσια ένταξης και λειτουργίας και του Λογαριασμού
αυτού, στο συνολικό πακέτο των εργασιακών σχέσεων μεταξύ του προσωπικού και της
Τράπεζας.
18 Mετά την απάλειψη του εδ. 3 του άρθρου 9 του Κανονισμού, το σύστημα επι-
κουρήσεων του Λογαριασμού μετατράπηκε σε σύστημα εγγυημένων παροχών
(defined benefits system).
19 Με βάση την αλλαγή αυτή, οι προβλεπόμενες από τον κανονισμό, παροχές (επι-
κουρήσεις) είναι εγγυημένες στο σύνολό τους, από την Τράπεζα, ασχέτως, αν για
την πλήρη εξόφλησή τους το ποσοστό της τακτικής εισφοράς της Τράπεζας (9%) επαρκεί
ή όχι.
20 Είναι χρήσιμο, ασφαλώς, να επισημανθεί, ότι, με την παρ. 9 του άρθρου0 του
ισχύοντος Κανονισμού, προβλέπεται η δυνατότητα «ανάλογης αναπροσαρμογής»
των επικουρήσεων, με κάθε αναπροσαρμογή του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού
της Τράπεζας.
21 Στην ίδια διάταξη (άρθρο 9 παρ. 9 εδ. Β) προβλέπεται, ακόμη, ότι, η Δ.Ε. αν κρίνει,
βάσει των απολογιστικών στοιχείων της προηγούμενης και των προϋπολογιστικών
στοιχείων της τρέχουσας χρήσης «ότι η οικονομική κατάσταση του Λογαριασμού δεν το επι-
τρέπει, μπορεί να αποφασίζει την αναστολή της αναπροσαρμογής για όσο διάστημα κρίνει
αναγκαίο η τη σταδιακή αναπροσαρμογή των επικουρήσεων ή την αναπροσαρμογή τους σε
μικρότερο ποσοστό».
22 Είναι, συνεπώς, σαφές, ότι, η Δ.Ε. δεν μπορεί να μειώσει το ήδη αποφασισθέν
ποσοστό των επικουρήσεων ακόμη και στην περίπτωση της προβλεπόμενης ανα-
προσαρμογής του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού. Απλώς, έχει τη δυνατότητα
να αναπροσαρμόσει τις επικουρήσεις σε ποσοστά μη ανάλογα δηλαδή μικρότερα σε σχέση
με τις αυξήσεις των εν ενεργεία η να προχωρήσει σε σταδιακές αναπροσαρμογές ή να δια-
τηρήσει τα ισχύοντα ποσοστά των επικουρήσεων χωρίς να τα αναπροσαρμόσει με βάσει τις
αυξήσεις του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού.
23 Η πιο πάνω επιχειρηματολογία ενισχύεται σαφώς και από την πρόβλεψη της παρ.
13 του άρθρου 9 του ισχύοντος Κανονισμού που ορίζει, ότι «στις περιπτώσεις που
οι καταβαλλόμενες επικουρήσεις είναι ανώτερες από τις προκύπτουσες κατ’ εφαρμογή των
διατάξεων του παρόντος άρθρου, το επί πλέον ποσόν συνεχίζει να καταβάλλεται ως διατη-
ρητέα διαφορά»
24 Το ερώτημα που μπορεί να προκύψει, σχετικώς, είναι «τι μέλλει γενέσθαι» αν η
Δ.Ε. διαπιστώσει, ότι, οι οικονομικές συνθήκες επιδεινώθηκαν σε τέτοιο βαθμό,
ώστε, να καθίσταται αδύνατη η καταβολή των ήδη αποφασισθέντων ποσοστών επικούρη-
σης με βάση, πάντοτε, τις εκάστοτε υφιστάμενες αντίστοιχες οικονομικές δυνατότητες του
Λογαριασμού.
71
25 Το πρώτο αυτό ερώτημα συνοδεύεται και από ένα δεύτερο ερώτημα, αν δηλαδή
η Εθνική Τράπεζα υποχρεούται να καλύψει η ίδια τα ελλείποντα ποσά ώστε να
καταστεί δυνατή η εξόφληση των υποχρεώσεων του Λογαριασμού. Διευκρινίζεται ότι, ως
ελλείμματα νοούνται τα λεγόμενα «οργανικά ελλείμματα»(βλ. σχετικώς και Γνωμοδότηση Γ.
Λεβέντη, 4.2.2005, σελ. 7 επ.).
26 Τα δύο αυτά ερωτήματα επιδέχονται, με βάση την επιχειρηματολογία που ανα-
πτύχθηκε πιο πάνω, κοινή απάντηση: μετά την απάλειψη, με σύμφωνη γνώμη και
της Εθνικής Τράπεζας, του εδ.3 του άρθρου 9 του προισχύσαντος Κανονισμού :
- Δεν είναι επιτρεπτή οποιαδήποτε μείωση των ήδη αποφασισθέντων από τη
Δ.Ε. ποσοστών επικούρησης.
- Επιτρέπεται η μη αναπροσαρμογή η η σταδιακή αναπροσαρμογή η η μικρότε-
ρη αναπροσαρμογή των ποσοστών επικούρησης (σε σχέση με τις απαπροσαρμο-
γές του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού).
- Σε περίπτωση σχετική αδυναμίας του Λογαριασμού Επικούρησης να καλύψει τις
καταβολές με βάση τα ποσοστά που έχει αποφασίσει η Δ.Ε., το ελλείπον αποθε-
ματικό σχηματίζεται με πρόσθετες καταβολές της Εθνικής Τράπεζας. Οι πρόσθετες
αυτές καλύψεις της Τράπεζας αναφέρονται στα εκάστοτε «οργανικά ελλείμματα»
του Λογαριασμού.
- Προς αποφυγή περιαγωγής του Λογαριασμού Επικούρησης σε κατάσταση ελ-
λειμματικότητας είναι σκόπιμη η διεξαγωγή σε τακτά χρονικά διαστήματα, ανα-
λογιστικών μελετών προσδιορισμού του μακροχρόνιου αναλογιστικού αποτελέ-
σματος αλλά και των ετήσιων ταμειακών ροών (cash – flow) του Λογαριασμού
Επικούρησης.
27 Ένα τρίτο ερώτημα ανακύπτει από τον περιορισμό, στην πράξη, των μελών της
Δ.Ε. από 9 σε 8, καθώς με τον περιορισμό αυτόν, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήπο-
τε σχετική τροποποίηση του Κανονισμού, ανετράπησαν οι ισορροπίες και πλειοψηφίες που
είχαν καθιδρυθεί βάσει του ισχύοντος Κανονισμού του Λογαριασμού Επικούρησης.
28 Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 1 του ισχύοντος Κανονισμού την
πλειοψηφία στη Δ.Ε. έχουν οι 5 εκπρόσωποι των εν ενεργεία ασφαλισμένων, ένα-
ντι 3 εκπροσώπων της Τράπεζας (η σύνθεση της Δ.Ε. συμπληρώνεται με τη συμμετοχή και
1 εκπροσώπου των συνταξιούχων της Τράπεζας).
29 Με τον περιορισμό, όμως σε 4 των εκπροσώπων των εν ενεργεία ασφαλισμέ-
νων, χάνεται η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό πλειοψηφία, με συνέπεια να
ανατρέπεται στην πράξη η όλη φιλοσοφία στη λειτουργία του Λογαριασμού. Εάν αυτή η
απώλεια της πλειοψηφίας αποτελούσε συνέπεια τροποποίησης του Κανονισμού δεν θα
υπήρχε πρόβλημα. Με δεδομένη όμως, την εξακολούθηση της ισχύος της πρόβλεψης του
Κανονισμού περί 9μελούς σύνθεσης της Δ.Ε. η λειτουργία της με 8 μέλη μπορεί να αποτε-
λέσει αιτία προβολής ισχυρισμών, ότι, οι αποφάσεις της Δ.Ε. πάσχουν από σοβαρά νομικά
ελαττώματα.
30 Σε συμπλήρωση της άποψης αυτής, επισημαίνεται ότι, η προβλεπόμενη διάτα-
ξη του προισχύσαντος Κανονισμού ότι «εις περίπτωσιν ελαττώσεως του αριθμού
των υφισταμένων Συλλόγων η Οργανισμών του εν ενεργεία προσωπικού της Τραπέζης ως
και των συνταξιούχων είτε λόγω συγχωνεύσεως είτε λόγω ενοποιήσεως αυτών, ο αριθμός
των ανωτέρω αναφερομένων μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής μειούται αναλόγως», έχει
απαλειφθεί καθ΄ ολοκληρίαν, στο νέο και ήδη ισχύοντα Κανονισμό και συνεπώς δεν καθί-
σταται δυνατή πιθανή επίκλησή της για τη νομιμοποίηση της ακολουθούμενης πρακτικής
(λειτουργία της Δ.Ε με 8 μέλη).
31 Εξάλλου την ανατροπή των προβλεπόμενων πλειοψηφιών καθιστούν εμφανέστε-
ρη οι προβλέψεις της παρ. 4 του άρθρου 2 του Κανονισμού που προβλέπουν :
- Διαπίστωση απαρτίας με παρόντα 6 τουλάχιστον μέλη και
- Πλειοψηφία των παρόντων μελών αλλά με 5 κατ’ ελάχιστον ψήφους.
32 Συνεπώς, ενώ με βάση τον ισχύοντα Κανονισμό, οι (5) εκπρόσωποι των εν ενερ-
γεία ασφαλισμένων έχουν τη δυνατότητα σχηματισμού πλειοψηφίας και λήψης
απόφασης, στην πράξη και χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε αλλαγή η τροποποίηση του
Κανονισμού, αδυνατούν να πλειοψηφήσουν χωρίς τη σύμπραξη και εκπροσώπου της τρά-
πεζας ή των συνταξιούχων.
33 Απομένει προς εξέταση η έννοια της παρ. 2 εδ. Β. του άρθρου 2 του ισχύοντος
Κανονισμού που παραπέμπει στο ήδη απαλειφθέν εδ. 3 του άρθρου 9 του προι-
σχύσαντος Κανονισμού. Η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί αυτούσια από τον προισχύσαντα
Κανονισμό, προφανώς εκ λάθους, αφού παραπέμπει σε ρύθμιση που έχει καταργηθεί και
συνεπώς, δεν διαφοροποιεί την πιο πάνω επιχειρηματολογία και τα εκτεθέντα συναφή συ-
μπεράσματα.
34 Προστίθεται, ότι, τα ανωτέρω συμπεράσματα περί της εγγυητικής ευθύνης και
υποχρέωσης της Εθνικής Τράπεζας, ενισχύονται ουσιωδέστατα και από τις ακο-
λουθηθείσες στη διάρκεια των τελευταίων ετών, μονομερείς ενέργειες και πρακτικές της
τράπεζας που προχώρησε σε παροχή κινήτρων και παρότρυνση σε εθελούσιες αποχωρή-
σεις μερικές χιλιάδες υψηλόβαθμα στελέχη της, με συνέπεια την εξαιρετικά υψηλή, εξ αυ-
τών των αποχωρήσεων, επιβάρυνση του Λογαριασμού Επικούρησης, με παράλληλη, όμως,
εξοικονόμηση αντίστοιχων, επίσης εξαιρετικά υψηλών, κονδυλίων μισθοδοσίας από την
Εθνική Τράπεζα.
35 Συνεπώς, η Εθνική Τράπεζα ελέγχεται, ότι, οδήγησε, μέσω των εθελούσιων απο-
χωρήσεων που ή ίδια προκάλεσε, σε πολύ υψηλές πρόωρες εκταμιεύσεις του
Λογαριασμού Επικούρησης, ενώ παραλλήλως, απάλλαξε το μισθολόγιό της από τη μισθο-
δοσία μερικών χιλιάδων υψηλόβαθμων στελεχών της.
36 Είναι σαφές, επομένως ότι, η Εθνική Τράπεζα οφείλει να αποδώσει στο Λογα-
ριασμό Επικούρησης ένα μέρος των συναφών ωφελειών που η ίδια απέκτησε, με
σκοπό την αποζημίωση του Λογαριασμού από τις αντίστοιχες οικονομικές επιβαρύνσεις που
αυτός υπέστη, εξ αιτίας της μονομερούς πρακτικής της Τράπεζας να προκαλεί και να ενι-
σχύει τις εθελούσιες αποχωρήσεις στελεχών της (βλ. σχετικώς και συναφή Γνωμοδότηση Γ.Λεβέντη, 4.2.2005, σελ. 10επ.)
__
ΠΕΡΙ ΛΟΓ/ΣΜΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΗΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΤΕ
του κ. Γ. Ρωμανιά Επιστημονικού Συμβούλου ΙΝΕ – ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ
1 Σκοπός της σύστασης του Λογαριασμού Επικούρησης του προσωπικού της Εθνικής
Τράπεζας της Ελλάδος είναι «η παροχή μηνιαίας επικουρήσεως εις το εξελθόν και ο
εξερχόμενον προσωπικόν της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος» (άρθρον 1 παρ. 2 του ισχύο-
ντος Διαρκούς Κανονισμού του Λογαριασμού).
2 Εξάλλου, ειδική πρόβλεψη του ισχύοντος Κανονισμού, ορίζει, ότι, η διαχείριση του
Λογαριασμού διεξάγεται από ειδική 9μελή Διαχειριστική Επιτροπή (Δ.Ε), απαρτιζόμε-
νη από το Διοικητή της Τράπεζας η τον αναπληρωτή του, ως Πρόεδρο από 2 στελέχη της
Τράπεζας, από τους Προέδρους των Δ.Σ. των 3 Συλλόγων του προσωπικού, από τον Πρό-
εδρο και ένα μέλος του Δ.Σ. του Τ.Υ.Π.-Ε.Τ.Ε. και από τον πρόεδρο του Δ.Σ. του Συλλόγου
των Συνταξιούχων της Τράπεζας. Επισημαίνεται, ότι, μετά τη συγχώνευση του Συλλόγου
Φροντιστών, τα μέλη της Δ.Ε. περιορίσθηκαν, στην πράξη, σε 8 (άρθρο 2 παρ. 1 του ισχύο-
τος Κανονισμού).
3 Η Δ.Ε. διοικεί και διαχειρίζεται την περιουσία του Ειδικού Λογαριασμού και μεριμνά για
την επωφελέστερη τοποθέτηση των διαθεσίμων κεφαλαίων. Επίσης, η Δ.Ε. μεριμνά
και ελέγχει την κανονική είσπραξη των εισφορών και των λοιπών πόρων του Λογαριασμού
και των ενεργουμένων, από το Λογαριασμό, καταβολών (άρθρο 2 παρ. 2 του ισχύοντος
Κανονισμού).
4 Η (τακτική) χρηματοδότηση του Λογαριασμού προέρχεται από συγκεκριμένους πό-
ρους που καταγράφει το άρθρο 5 του ισχύοντος Κανονισμού, με σημαντικότερον εξ
αυτών, εισφορά των μισθωτών 3,5% και εισφορά της Τράπεζας 9% επί των πάσης φύσεως
αποδοχών του προσωπικού.
5 Σύμφωνα με την πρόβλεψη (μη ισχύουσα πλέον) του άρθρου 9 του τροποποιηθέντος
και αναμορφωθέντος Κανονισμού, μετά τη συγχώνευση, το 1953, της τότε Εθνικής
Τράπεζας και της τότε Τράπεζας Αθηνών σε μία Τράπεζα, το ύψος της παρεχόμενης επικού-
ρησης καθορίζεται σε ποσοστό της καταβαλλόμενης σύνταξης.
6 Η ρύθμιση, όμως, αυτή άλλαξε με την τροποποίηση του Κανονισμού, το Νοέμβριο
1996 οπότε και ορίστηκε, ότι, το ύψος της παρεχόμενης επικούρησης προκύπτει ως
ποσοστό (όχι της καταβαλλόμενης σύνταξης αλλά) των συνταξίμων αποδοχών με συνεκτί-
μηση και των κατά περίπτωση συνταξίμων ετών και οικογενειακών επιδομάτων.
7 Είναι ασφαλώς, σαφές, ότι, με την αλλαγή αυτή της βάσης υπολογισμού της επικού-
ρησης που εγκρίθηκε από το Δ.Σ. της Τράπεζας ο Λογαριασμός επιβαρύνθηκε ουσιω-
δώς, αφού το ύψος των συντάξεων υπολείπεται, του ύψους των συνταξίμων αποδοχών.
69
8 Επισημαίνεται, ακόμη, ότι, το Δ.Σ. της Τράπεζας αποδέχθηκε την επιβάρυνση αυτή του
Λογαριασμού, χωρίς να κρίνει αναγκαία την προηγούμενη διεξαγωγή σχετική αναλο-
γιστικής μελέτης για τον ακριβή προσδιορισμό του ύψους της αναμενόμενης επιβάρυνσης.
9 Σύμφωνα, επίσης, με την προισχύσασα διάταξη του εδαφίου 3 του άρθρου 9 του, από
το 1953, Κανονισμού : «Το ποσοστό της επικούρησης καθορίζεται εκάστοτε, αυξανό-
μενον η μειούμενον δια πάντας τους τε κατά τον χρόνον των αυξομειώσεων επικουρού-
μενους ως και τους μέλλοντας τοιούτους, υπό της Δ.Ε. του Ειδικού Λογαριασμού, κατά κυ-
ριαρχική κρίσιν, βάσει των εσόδων και των εν γένει οικονομικών δυνατοτήτων του Ειδικού
Λογαριασμού και μετ’ έγκρισιν του Διοικητικού Συμβουλίου της Τραπέζης».
10 Με τη διάταξη, συνεπώς, αυτήν, η Δ.Ε. είχε την απόλυτη ευχέρεια να καθορίζει
εκάστοτε το ύψος του ποσοστού της παρεχόμενης επικούρησης και να προβαίνει
σε επιβαλλόμενες, κατά τη απόλυτη κρίση της, αυξομειώσεις του ποσοστού αυτού. Περιο-
ρισμό στην κρίση της Δ.Ε. έθετε μόνον η εκάστοτε οικονομική κατάσταση του Λογαριασμού
και συνεπώς, η Δ.Ε. όφειλε να κρίνει πάντοτε, «βάσει των εσόδων και των εν γένει οικονο-
μικών δυνατοτήτων του Ειδικού Λογαριασμού»
11 Επισημαίνεται, όμως, ότι, σε κάθε περίπτωση καθορισμού η αυξομείωσης του
ποσοστού της επικούρησης, οι αντίστοιχες αποφάσεις της Δ.Ε τελούσαν υπό την
προϋπόθεση της έγκρισής τους από το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας.
12 Συνεπώς και υπό το κράτος ισχύος της παρ. 3 του άρθρου 9 του Κανονισμού, η
τελική εξουσία και αρμοδιότητα λήψης απόφασης ως προς το ύψος του ποσοστού
επικούρησης είχε εκχωρηθεί στη Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας.
13 H επιλογή αυτή ερμηνεύεται, προφανώς, από τη διαπνέουσα τον Κανονισμό
αλλά και γενικότερα την δημιουργία και λειτουργία του Λογαριασμού Επικούρη-
σης αντίληψη και συμβατική δέσμευση, ότι, ό Λογαριασμός Επικούρησης εντάσσεται στο
όλον πλέγμα των εργασιακών σχέσεων μεταξύ προσωπικού και Εθνικής Τράπεζας και ότι
η διασφάλιση της επάρκειας στη χρηματοδοτησή του αποτελεί συμβατική υποχρέωση της
Εθνικής Τράπεζας.
14 Η άποψη αυτή αιτιολογεί και την επιλογή της Τράπεζας να εγκρίνει την αλλαγή
του τρόπου υπολογισμού των επικουρήσεων (με τον υπολογισμό τους όχι στη
βάση των συντάξεων αλλά στη βάση των συντάξιμων αποδοχών) και να αποδεχθεί την
αντίστοιχη επιβάρυνση του Λογαριασμού, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε σχετική αναλο-
γιστική μελέτη (πιο πάνω παρ. 6).
15 Σε κάθε περίπτωση, το σύστημα παροχών που είχε επιλέξει ο Λογαριασμός με τη
διατύπωση αυτή του εδ. 3 του άρθρου 9 του Κανονισμού, εντάσσεται στην κατη-
γορία των συστημάτων εγγυημένης εισφοράς (defined contributions system).
16 Με την τροποποίση, εν συνεχεία, του Κανονισμού, το 1996 η διάταξη αυτή του
άρθρου 9 εδ.3 απαλείφθηκε ολοσχερώς, με συνέπεια στον ισχύοντα σήμερα Κα-
νονισμό να απουσιάζει οποιαδήποτε μνεία περί δυνατότητας αυξομείωσης του ποσοστού
επικούρησης από τη Δ.Ε.
17 Η απάλειψη αυτή του εδ. 3 του άρθρου 9 του προισχύσαντος Κανονισμού επι-
βεβαιώνει, ασφαλώς σε συνδυασμό και με τη ρύθμιση της διάταξης του εδ. 90
του άρθρου 9 του Κανονισμού (βλ. αμέσως επόμενες παραγράφους), τη διαπίστωση, ότι,
τελικός αμέσως επόμενες παραγράφους), τη διαπίστωση, ότι, τελικός εγγυητής των κα-
ταβολών του Λογαριασμού Επικούρησης παραμένει η Εθνική Τράπεζα, η οποία, άλλωστε,
συναίνεσε και αποδέχθηκε την απάλειψη του εδ. 3 του άρθρου 9 του Κανονισμού του
Λογαριασμού Επικούρησης, στα πλαίσια ένταξης και λειτουργίας και του Λογαριασμού
αυτού, στο συνολικό πακέτο των εργασιακών σχέσεων μεταξύ του προσωπικού και της
Τράπεζας.
18 Mετά την απάλειψη του εδ. 3 του άρθρου 9 του Κανονισμού, το σύστημα επι-
κουρήσεων του Λογαριασμού μετατράπηκε σε σύστημα εγγυημένων παροχών
(defined benefits system).
19 Με βάση την αλλαγή αυτή, οι προβλεπόμενες από τον κανονισμό, παροχές (επι-
κουρήσεις) είναι εγγυημένες στο σύνολό τους, από την Τράπεζα, ασχέτως, αν για
την πλήρη εξόφλησή τους το ποσοστό της τακτικής εισφοράς της Τράπεζας (9%) επαρκεί
ή όχι.
20 Είναι χρήσιμο, ασφαλώς, να επισημανθεί, ότι, με την παρ. 9 του άρθρου0 του
ισχύοντος Κανονισμού, προβλέπεται η δυνατότητα «ανάλογης αναπροσαρμογής»
των επικουρήσεων, με κάθε αναπροσαρμογή του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού
της Τράπεζας.
21 Στην ίδια διάταξη (άρθρο 9 παρ. 9 εδ. Β) προβλέπεται, ακόμη, ότι, η Δ.Ε. αν κρίνει,
βάσει των απολογιστικών στοιχείων της προηγούμενης και των προϋπολογιστικών
στοιχείων της τρέχουσας χρήσης «ότι η οικονομική κατάσταση του Λογαριασμού δεν το επι-
τρέπει, μπορεί να αποφασίζει την αναστολή της αναπροσαρμογής για όσο διάστημα κρίνει
αναγκαίο η τη σταδιακή αναπροσαρμογή των επικουρήσεων ή την αναπροσαρμογή τους σε
μικρότερο ποσοστό».
22 Είναι, συνεπώς, σαφές, ότι, η Δ.Ε. δεν μπορεί να μειώσει το ήδη αποφασισθέν
ποσοστό των επικουρήσεων ακόμη και στην περίπτωση της προβλεπόμενης ανα-
προσαρμογής του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού. Απλώς, έχει τη δυνατότητα
να αναπροσαρμόσει τις επικουρήσεις σε ποσοστά μη ανάλογα δηλαδή μικρότερα σε σχέση
με τις αυξήσεις των εν ενεργεία η να προχωρήσει σε σταδιακές αναπροσαρμογές ή να δια-
τηρήσει τα ισχύοντα ποσοστά των επικουρήσεων χωρίς να τα αναπροσαρμόσει με βάσει τις
αυξήσεις του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού.
23 Η πιο πάνω επιχειρηματολογία ενισχύεται σαφώς και από την πρόβλεψη της παρ.
13 του άρθρου 9 του ισχύοντος Κανονισμού που ορίζει, ότι «στις περιπτώσεις που
οι καταβαλλόμενες επικουρήσεις είναι ανώτερες από τις προκύπτουσες κατ’ εφαρμογή των
διατάξεων του παρόντος άρθρου, το επί πλέον ποσόν συνεχίζει να καταβάλλεται ως διατη-
ρητέα διαφορά»
24 Το ερώτημα που μπορεί να προκύψει, σχετικώς, είναι «τι μέλλει γενέσθαι» αν η
Δ.Ε. διαπιστώσει, ότι, οι οικονομικές συνθήκες επιδεινώθηκαν σε τέτοιο βαθμό,
ώστε, να καθίσταται αδύνατη η καταβολή των ήδη αποφασισθέντων ποσοστών επικούρη-
σης με βάση, πάντοτε, τις εκάστοτε υφιστάμενες αντίστοιχες οικονομικές δυνατότητες του
Λογαριασμού.
71
25 Το πρώτο αυτό ερώτημα συνοδεύεται και από ένα δεύτερο ερώτημα, αν δηλαδή
η Εθνική Τράπεζα υποχρεούται να καλύψει η ίδια τα ελλείποντα ποσά ώστε να
καταστεί δυνατή η εξόφληση των υποχρεώσεων του Λογαριασμού. Διευκρινίζεται ότι, ως
ελλείμματα νοούνται τα λεγόμενα «οργανικά ελλείμματα»(βλ. σχετικώς και Γνωμοδότηση Γ.
Λεβέντη, 4.2.2005, σελ. 7 επ.).
26 Τα δύο αυτά ερωτήματα επιδέχονται, με βάση την επιχειρηματολογία που ανα-
πτύχθηκε πιο πάνω, κοινή απάντηση: μετά την απάλειψη, με σύμφωνη γνώμη και
της Εθνικής Τράπεζας, του εδ.3 του άρθρου 9 του προισχύσαντος Κανονισμού :
- Δεν είναι επιτρεπτή οποιαδήποτε μείωση των ήδη αποφασισθέντων από τη
Δ.Ε. ποσοστών επικούρησης.
- Επιτρέπεται η μη αναπροσαρμογή η η σταδιακή αναπροσαρμογή η η μικρότε-
ρη αναπροσαρμογή των ποσοστών επικούρησης (σε σχέση με τις απαπροσαρμο-
γές του μισθολογίου του εν ενεργεία προσωπικού).
- Σε περίπτωση σχετική αδυναμίας του Λογαριασμού Επικούρησης να καλύψει τις
καταβολές με βάση τα ποσοστά που έχει αποφασίσει η Δ.Ε., το ελλείπον αποθε-
ματικό σχηματίζεται με πρόσθετες καταβολές της Εθνικής Τράπεζας. Οι πρόσθετες
αυτές καλύψεις της Τράπεζας αναφέρονται στα εκάστοτε «οργανικά ελλείμματα»
του Λογαριασμού.
- Προς αποφυγή περιαγωγής του Λογαριασμού Επικούρησης σε κατάσταση ελ-
λειμματικότητας είναι σκόπιμη η διεξαγωγή σε τακτά χρονικά διαστήματα, ανα-
λογιστικών μελετών προσδιορισμού του μακροχρόνιου αναλογιστικού αποτελέ-
σματος αλλά και των ετήσιων ταμειακών ροών (cash – flow) του Λογαριασμού
Επικούρησης.
27 Ένα τρίτο ερώτημα ανακύπτει από τον περιορισμό, στην πράξη, των μελών της
Δ.Ε. από 9 σε 8, καθώς με τον περιορισμό αυτόν, χωρίς να προηγηθεί οποιαδήπο-
τε σχετική τροποποίηση του Κανονισμού, ανετράπησαν οι ισορροπίες και πλειοψηφίες που
είχαν καθιδρυθεί βάσει του ισχύοντος Κανονισμού του Λογαριασμού Επικούρησης.
28 Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 παρ. 1 του ισχύοντος Κανονισμού την
πλειοψηφία στη Δ.Ε. έχουν οι 5 εκπρόσωποι των εν ενεργεία ασφαλισμένων, ένα-
ντι 3 εκπροσώπων της Τράπεζας (η σύνθεση της Δ.Ε. συμπληρώνεται με τη συμμετοχή και
1 εκπροσώπου των συνταξιούχων της Τράπεζας).
29 Με τον περιορισμό, όμως σε 4 των εκπροσώπων των εν ενεργεία ασφαλισμέ-
νων, χάνεται η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό πλειοψηφία, με συνέπεια να
ανατρέπεται στην πράξη η όλη φιλοσοφία στη λειτουργία του Λογαριασμού. Εάν αυτή η
απώλεια της πλειοψηφίας αποτελούσε συνέπεια τροποποίησης του Κανονισμού δεν θα
υπήρχε πρόβλημα. Με δεδομένη όμως, την εξακολούθηση της ισχύος της πρόβλεψης του
Κανονισμού περί 9μελούς σύνθεσης της Δ.Ε. η λειτουργία της με 8 μέλη μπορεί να αποτε-
λέσει αιτία προβολής ισχυρισμών, ότι, οι αποφάσεις της Δ.Ε. πάσχουν από σοβαρά νομικά
ελαττώματα.
30 Σε συμπλήρωση της άποψης αυτής, επισημαίνεται ότι, η προβλεπόμενη διάτα-
ξη του προισχύσαντος Κανονισμού ότι «εις περίπτωσιν ελαττώσεως του αριθμού
των υφισταμένων Συλλόγων η Οργανισμών του εν ενεργεία προσωπικού της Τραπέζης ως
και των συνταξιούχων είτε λόγω συγχωνεύσεως είτε λόγω ενοποιήσεως αυτών, ο αριθμός
των ανωτέρω αναφερομένων μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής μειούται αναλόγως», έχει
απαλειφθεί καθ΄ ολοκληρίαν, στο νέο και ήδη ισχύοντα Κανονισμό και συνεπώς δεν καθί-
σταται δυνατή πιθανή επίκλησή της για τη νομιμοποίηση της ακολουθούμενης πρακτικής
(λειτουργία της Δ.Ε με 8 μέλη).
31 Εξάλλου την ανατροπή των προβλεπόμενων πλειοψηφιών καθιστούν εμφανέστε-
ρη οι προβλέψεις της παρ. 4 του άρθρου 2 του Κανονισμού που προβλέπουν :
- Διαπίστωση απαρτίας με παρόντα 6 τουλάχιστον μέλη και
- Πλειοψηφία των παρόντων μελών αλλά με 5 κατ’ ελάχιστον ψήφους.
32 Συνεπώς, ενώ με βάση τον ισχύοντα Κανονισμό, οι (5) εκπρόσωποι των εν ενερ-
γεία ασφαλισμένων έχουν τη δυνατότητα σχηματισμού πλειοψηφίας και λήψης
απόφασης, στην πράξη και χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε αλλαγή η τροποποίηση του
Κανονισμού, αδυνατούν να πλειοψηφήσουν χωρίς τη σύμπραξη και εκπροσώπου της τρά-
πεζας ή των συνταξιούχων.
33 Απομένει προς εξέταση η έννοια της παρ. 2 εδ. Β. του άρθρου 2 του ισχύοντος
Κανονισμού που παραπέμπει στο ήδη απαλειφθέν εδ. 3 του άρθρου 9 του προι-
σχύσαντος Κανονισμού. Η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί αυτούσια από τον προισχύσαντα
Κανονισμό, προφανώς εκ λάθους, αφού παραπέμπει σε ρύθμιση που έχει καταργηθεί και
συνεπώς, δεν διαφοροποιεί την πιο πάνω επιχειρηματολογία και τα εκτεθέντα συναφή συ-
μπεράσματα.
34 Προστίθεται, ότι, τα ανωτέρω συμπεράσματα περί της εγγυητικής ευθύνης και
υποχρέωσης της Εθνικής Τράπεζας, ενισχύονται ουσιωδέστατα και από τις ακο-
λουθηθείσες στη διάρκεια των τελευταίων ετών, μονομερείς ενέργειες και πρακτικές της
τράπεζας που προχώρησε σε παροχή κινήτρων και παρότρυνση σε εθελούσιες αποχωρή-
σεις μερικές χιλιάδες υψηλόβαθμα στελέχη της, με συνέπεια την εξαιρετικά υψηλή, εξ αυ-
τών των αποχωρήσεων, επιβάρυνση του Λογαριασμού Επικούρησης, με παράλληλη, όμως,
εξοικονόμηση αντίστοιχων, επίσης εξαιρετικά υψηλών, κονδυλίων μισθοδοσίας από την
Εθνική Τράπεζα.
35 Συνεπώς, η Εθνική Τράπεζα ελέγχεται, ότι, οδήγησε, μέσω των εθελούσιων απο-
χωρήσεων που ή ίδια προκάλεσε, σε πολύ υψηλές πρόωρες εκταμιεύσεις του
Λογαριασμού Επικούρησης, ενώ παραλλήλως, απάλλαξε το μισθολόγιό της από τη μισθο-
δοσία μερικών χιλιάδων υψηλόβαθμων στελεχών της.
36 Είναι σαφές, επομένως ότι, η Εθνική Τράπεζα οφείλει να αποδώσει στο Λογα-
ριασμό Επικούρησης ένα μέρος των συναφών ωφελειών που η ίδια απέκτησε, με
σκοπό την αποζημίωση του Λογαριασμού από τις αντίστοιχες οικονομικές επιβαρύνσεις που
αυτός υπέστη, εξ αιτίας της μονομερούς πρακτικής της Τράπεζας να προκαλεί και να ενι-
σχύει τις εθελούσιες αποχωρήσεις στελεχών της (βλ. σχετικώς και συναφή Γνωμοδότηση Γ.Λεβέντη, 4.2.2005, σελ. 10επ.)
__