Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 – 1911)
Διηγηματογράφος, ποιητής, δημοσιογράφος και μεταφραστής· από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Ο
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851. Ήταν
ένα από τα εννέα παιδιά του δάσκαλου και ιερέα Αδαμάντιου Εμμανουήλ
(1817-1897) και της Γκιουλώς Μοραΐτη (1822-1896). Έτσι, ο νεαρός
Αλέξανδρος μεγάλωσε μέσα σ’ ένα κλίμα γεμάτο ευλάβεια και
θρησκευτικότητα. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στην πατρίδα του και στη
Σκόπελο, φοίτησε κατόπιν στο γυμνάσιο της Χαλκίδας και ολοκλήρωσε τις
γυμνασιακές του σπουδές στην Αθήνα (Βαρβάκειο) με χίλιες δυο στερήσεις.
Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν
πήρε το δίπλωμά του.
Φύση
ασκητική ο Παπαδιαμάντης, στα είκοσί του πήγε στο Άγιο Όρος μαζί με τον
εξάδελφό του, επίσης διηγηματογράφο, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη, για να
προσκυνήσει, όπως έλεγε ο ίδιος. Πάντως, δεν έμεινε πολύ εκεί. Γύρισε
στην Αθήνα και όλη του η ζωή κύλησε λιτά και ασκητικά ανάμεσα στη
βιοπάλη, τη συγγραφή και την εκκλησία. Επί χρόνια ήταν ο τακτικός ψάλτης
στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι και από τα μικρά του
χρόνια ως το θάνατό του η πιο αγαπημένη του ενασχόληση ήταν η μελέτη
εκκλησιαστικών βιβλίων.
Ο
Παπαδιαμάντης πολύ νέος άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και
περιοδικά. Δημοσίευε ιδίως μεταφράσεις λογοτεχνικών έργων από τα αγγλικά
και γαλλικά, γλώσσες που τις έμαθε μόνος του. Παράλληλα, άρχισε και το
καθαυτό λογοτεχνικό του έργο. Τα πρώτα χρόνια καταγίνεται με ιστορικά
μυθιστορήματα: «Μετανάστις (1880), «Οι Έμποροι των Εθνών» (1883), «Η
Γυφτοπούλα» (1884). Γράφει και μερικά ποιήματα.
Γρήγορα,
όμως, βρήκε τον αληθινό του δρόμο και στράφηκε προς το διήγημα. Ο
«Χρήστος Μηλιόνης» (1885), εμπνευσμένος από ένα δημοτικό τραγούδι, είναι
η απαρχή της στροφής αυτής. Από το 1885 καταγίνεται αποκλειστικά μ’
αυτό το είδος. Γράφει μικρά και μεγάλα διηγήματα (νουβέλες): «Η
Χολεριασμένη (1901), «Ο Πεντάρφανος» (1905), «Ο Νεκρός ταξιδιώτης
(1910), «Η Φόνισσα» (1903), «Οι Μάγισσες (1900), «Η Νοσταλγός» (1894),
τα «Χριστουγεννιάτικα διηγήματα», τα « Πρωτοχρονιάτικα διηγήματα και τα
«Πασχαλινά διηγήματα».
Το
πλούσιο διηγηματικό του έργο, με θέματα και τύπους από τις λαϊκές
συνοικίες της Αθήνας ή την απλοϊκή ζωή της κοινωνίας της Σκιάθου, τον
παρουσιάζει συγγραφέα του είδους, που λέγεται ηθογραφία. Αλλά η
ηθογραφία του είναι μόνο ο σκηνικός διάκοσμος, όπου κινούνται τα πρόσωπα
και ξετυλίγονται τα γεγονότα. Ο Παπαδιαμάντης δεν αντιγράφει ήθη και
έθιμα. Βλέπει τη λαϊκή ψυχή, ζει τις εκδηλώσεις και αποτυπώνει όλα αυτά
στο έργο του, ένα έργο τελείως προσωπικό και ιδιότυπο ως προς την εκλογή
των θεμάτων, την έμπνευση και τη γλώσσα.
Ο
Παπαδιαμάντης αγάπησε την απλοϊκή ζωή, τη νοσταλγούσε και την
ονειροπολούσε συνεχώς και είχε το μεγάλο μυστικό να μεταμορφώνει τα
ονειροπολήματά του σε εκλεκτά διηγήματα. Ασφαλώς τέτοιες ώρες νοσταλγίας
και ονειροπόλησης έπλασε τα «Ρόδινα Ακρογιάλια» (1908), «Ολόγυρα, στη
λίμνη» (1892), «Το Αστεράκι» (1909), «Το μοιρολόγι της φώκιας»(1908)
κ.ά. Τέτοιες ώρες, επίσης, καθώς έσκυβε πάνω από τον ανθρώπινο πόνο,
έγραψε τη «Μαυρομαντηλού» (1891), τη «Σταχομαζώχτρα» (1889), το «Σπιτάκι
στο λιβάδι» (1896), την «Υπηρέτρα» (1888) ή το μικρό αριστούργημα «Στο
Χριστό στο κάστρο» (1892).
Στο
προσωπικό ύφος του Παπαδιαμάντη ανήκουν ακόμα η έντονη λατρεία της
φύσης, η θρησκευτική ευλάβεια και η βυζαντινή μελωδία, που είναι διάχυτη
στο έργο του. Άλλωστε, το λέει και ο ίδιος: «Όσον ζω και αναπνέω και
σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να
περιγράφω μετ’ έρωτος την φύσιν και να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια
ελληνικά ήθη».
Ιδιόμορφη
είναι και η γλώσσα του Παπαδιαμάντη, επηρεασμένη από τα εκκλησιαστικά
βιβλία. Αυτό, όμως, δεν εμποδίζει ούτε τη σαφήνεια και κατανόηση, ούτε
το να έχουν οι φυσικές του περιγραφές, ποίηση αληθινή.
Γενικά,
ο Παπαδιαμάντης χάρισε σελίδες αριστοτεχνικές στη νεοελληνική
λογοτεχνία και θεωρείται ως ένας από τους κορυφαίους διηγηματογράφους
μας. Ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης στο δοκίμιό του για τον
Μακρυγιάννη έγραψε: «Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος
της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον
Παπαδιαμάντη».
Ο
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έζησε τον περισσότερο χρόνο του στην Αθήνα και
όταν κατάλαβε το τέλος του, αναζήτησε την αγαπημένη του Σκιάθο, όπου
και πέθανε από πνευμονία τα ξημερώματα της 3ης Ιανουαρίου 1911.
Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος
Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4η Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν
Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον τω 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον
Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα εις
Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα εις την πατρίδα. Κατά
Ιούλιον του 1872 υπήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα
ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας και εφοίτησα εις την Δ΄ του
Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικὴν Σχολήν, όπου ήκουα
κατ' εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τα
ξένας γλώσσας.
Μικρὸς εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» , έργον μου, εις το περιοδικὸν «Σωτήρας». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μὴ χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.
Μικρὸς εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, και εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» , έργον μου, εις το περιοδικὸν «Σωτήρας». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των Εθνών» εις το «Μὴ χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας.
Ο άγιος των Ελληνικών γραμμάτων….
Όταν
είχα διαβάσει κάπου ότι ο Καβάφης τον αποκαλούσε «η κορυφή των
κορυφών», είχα εντυπωσιαστεί, και η αλήθεια είναι ότι αν καταφέρεις και
τον διαβάσεις, αν μπεις μέσα στα γραπτά του, ανακατευτείς με τις λέξεις
και δεις και ανάμεσα σ’ αυτές, τότε καταλαβαίνεις την μεγαλοσύνη του.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στην Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δύο πέθαναν μικρά) και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, που διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε στο Γυμνάσιο (με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών δυσκολιών) στη Χαλκίδα και στον Πειραιά και το τέλειωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός, άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος όπου παρέμεινε οκτώ μήνες σαν δόκιμος μοναχός. Τα παράτησε όμως, επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια.
Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί και να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, γλώσσες που είχε μάθει σε βάθος και που λίγοι τις γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.
Η θέση του έγινε καλύτερη κάπως, όταν άρχισε να συνεργάζεται με την εφημερίδα Ακρόπολη (η αμοιβή του ήταν υπέρογκη, μια και έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα), αλλά η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Ήταν σπάταλος και ανοργάνωτος όσον αφορά τη διαχείριση των χρημάτων του. Όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη, ακόμα και ρούχα. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του και η μεγάλη ανεμελιά του, συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατούσε σε κατάσταση αθλιότητας. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί ήταν λιτός και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του.
“Η
αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκεν την πείναν. Η πείνα παρήγαγε
την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την
ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή
του τέρατος τούτου”
Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητά την πνευματική ανακούφιση
ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματά του και στον ποιητικότατο
πεζό του λόγο, στα διάφορα διηγήματά του, που τα περισσότερα
ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του. Η ζωή του
Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό και
η ασυλλόγιστη απλοχεριά του έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική
κατάσταση, ενώ παράλληλα χειροτέρευε και η υγεία του. Κάποιοι φίλοι του
διοργάνωσαν μια γιορτή στο Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» το 1908 για τα
λογοτεχνικά εικοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα
χρηματικό ποσό, με σκοπό να τον βοηθήσουν να βγει από το οικονομικό
αδιέξοδο. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του
και να αγοράσει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να
επιστρέψει στη Σκιάθο. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε να
τον πείσει να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908
έφυγε για το νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως έλεγε.
“Τώρα όμως η πράγματι επικρατούσα θρησκεία είναι ο πλέον ακάθαρτος και κτηνώδης υλισμός.”
Στο νησί του εξακολούθησε να κάνει μεταφράσεις για να έχει κάποιον πόρο ζωής,
μα ύστερα από λίγο τα χέρια του πρήστηκαν και του ήταν δύσκολο να
γράφει. Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια
βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία. Μαζεύοντας τα ιστορικά του
νησιού και τα παλιά χρονικά συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματα πιο
ώριμα και πιο ολοκληρωμένα.Ο Παπαδιαμάντης πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, ύστερα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια κ.α. Ορισμένοι ποιητές συνέθεσαν εγκωμιαστικά έργα, και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα, άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους.
“Η
αλήθεια είναι πάντοτε παράλογος, και διά τούτο δεν την λέγουσι ποτέ οι
φρόνιμοι και ηλικιωμένοι άνθρωποι, αλλά την ομολογούσιν οι μεθυσμένοι,
οι τρελλοί, οι άρρωστοι και τα μικρά παιδία.” («Οι Έμποροι των Εθνών»)
Το σπίτι του στην Σκιάθο, όπως σώζεται σήμερα (φωτογραφίες πάνω και κάτω)
Ξυλογραφία του Ευθύμη Παπαδημητρίου και αριστερά ένα γλυπτό ανάγλυφο
Με τα ίδια του τα χέρια έχει γράψει αυτό το βιογραφικό σημείωμα. Διαβάστε το κάτω.
Ἐγεννήθην
ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ
1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα
τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς
σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς
τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873
ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874
ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ” ἐκλογὴν ὀλίγα
μαθήματα φιλολογικά, κατ” ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας. Μικρὸς
ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω
κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη Ἡ Μετανάστις ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν Σωτήρα. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν εἰς τὸ Μὴ χάνεσαι. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας.
Από Ν Μουρατίδης
Τ ο σπίτι - Μουσείο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο
"Το σπίτι όπου γαλουχήθηκε και πέρασε τα πρώτα του χρόνια ο συγγραφέας της Φόνισσας, όπου δοκίμασε τους πρώτους καημούς κι έπλεξε τα πρώτα όνειρα της ζωής του και όπου κατατρεγμένος έκλεισε τα μάτια του, είναι απ' τα παλιά αρχοντικά του νησιού, της ντόπιας αρχιτεκτονικής, στο κεντρικότερο μέρος της πόλης της Σκιάθου" (Γ. Βαλέτας).
Από Ν Μουρατίδης
Τ ο σπίτι - Μουσείο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο
"Το σπίτι όπου γαλουχήθηκε και πέρασε τα πρώτα του χρόνια ο συγγραφέας της Φόνισσας, όπου δοκίμασε τους πρώτους καημούς κι έπλεξε τα πρώτα όνειρα της ζωής του και όπου κατατρεγμένος έκλεισε τα μάτια του, είναι απ' τα παλιά αρχοντικά του νησιού, της ντόπιας αρχιτεκτονικής, στο κεντρικότερο μέρος της πόλης της Σκιάθου" (Γ. Βαλέτας).
·
Απέχει 80 μέτρα από το ανατολικό λιμάνι, διώροφο με το κατώγι και το
ανώγι του. Είναι κτίσμα του 1860, αγροτικού τύπου, εμβαδού 75 τ.μ. και
σ' αυτό έζησε όλη η οικογένεια του παπα-Διαμαντή Εμμανουήλ, τα 5 παιδιά
του (3 κορίτσια και 2 αγόρια) και η πρεσβυτέρα, μητέρα του Αλ.
Παπαδιαμάντη, η Γκιουλώ (Αγγελικώ) Μωραΐτη-Παπαδιαμάντη.
Στον επάνω όροφο είναι τρία δωμάτια, οι κατοικήσιμοι χώροι, και έξω στο χαγιάτι είναι το καλοκαιρινό κουζινάκι του σπιτιού. Από την πλατεία Παπαδιαμάντη μια ξύλινη σκάλα στην ανατολική πλευρά του σπιτιού μας οδηγεί στο χαγιάτι και από αυτό εισερχόμαστε στο σπίτι.
Ό,τι αντικείμενα, έπιπλα και ρούχα υπάρχουν είναι αυτά που θέλησαν να χαρίσουν οι απόγονοι του συγγραφέα, που είναι ανήψια του, τα παιδιά δηλ. της παντρεμένης αδελφής του Ουρανίας Αλεξάνδρου και του αδελφού του Γιώργου Παπαδιαμάντη.
Η φτώχεια, το ποτό και η ασυλλόγιστη απλοχεριά
του έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, ενώ παράλληλα
χειροτέρευε και η υγεία του...
Στον επάνω όροφο είναι τρία δωμάτια, οι κατοικήσιμοι χώροι, και έξω στο χαγιάτι είναι το καλοκαιρινό κουζινάκι του σπιτιού. Από την πλατεία Παπαδιαμάντη μια ξύλινη σκάλα στην ανατολική πλευρά του σπιτιού μας οδηγεί στο χαγιάτι και από αυτό εισερχόμαστε στο σπίτι.
Ό,τι αντικείμενα, έπιπλα και ρούχα υπάρχουν είναι αυτά που θέλησαν να χαρίσουν οι απόγονοι του συγγραφέα, που είναι ανήψια του, τα παιδιά δηλ. της παντρεμένης αδελφής του Ουρανίας Αλεξάνδρου και του αδελφού του Γιώργου Παπαδιαμάντη.
Ο Παπαδιαμάντης "έφυγε" χωρίς να δει τυπωμένο ούτε ένα έργο του!
3 Ιανουαρίου του 1911… Φεύγει από την ζωή ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης χωρίς να έχει την ευτυχία να δει ούτε ένα έργο του
τυπωμένο σε βιβλίο!
«…O Παπαδιαμάντης είναι ο μεγάλος ζωγράφος των ταπεινών!...»( Κωστής Παλαμάς)
« … Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ' ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη Ἡ Μετανάστις ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν Σωτήρα. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν εἰς τὸ Μὴ χάνεσαι. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας…»
Οι γονείς του ήταν ο Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ιερέας και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Είχε αλλά οκτώ αδέλφια που τα δυο πέθαναν όταν ήταν μικρά. Εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου κι αυτό « γράφτηκε» ανεξίτηλα στον χαρακτήρα του επηρεάζοντας σχεδόν όλη του τη ζωή.
Ήταν η « Κορυφή των κορυφών »…θα πει ο Καβάφης
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε στο Γυμνάσιο (με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών δυσκολιών) στη Χαλκίδα και στον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός, άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Επιστρέφει στη Φιλοσοφική σχολή των Αθηνών την οποία δεν τελειώνει ποτέ λόγω της φτώχειας και της όχι και τόσο καλής του υγείας. Ο πατέρας του στεναχωριέται πολύ γι αυτό έρχεται πάλι στο νησί του αλλά επειδή οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές, σύντομα αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Όταν πιάνει δουλειά στην εφημερίδα « Ακρόπολις » με αμοιβή περίπου 250 δρχ το μήνα η ζωή του γίνεται κάπως καλύτερη. Η αλόγιστη σπατάλη του και η κακή διαχείριση των οικονομικών του θα τον κρατάει πάντα σε μια κατάσταση αθλιότητας . Λένε πως σαν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη, ακόμα και ρούχα. Συχνά έμενε άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του.
Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ", ο διευθυντής του προσέφερε για μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό». Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό, που σιγά-σιγά του έγινε πάθος , καθώς και το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση, κατέστρεψαν την υγεία του και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.
Ωστόσο η συγγραφική του ικανότητα ήταν τέτοια ώστε αγαπήθηκε από πολύ κόσμο και οι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής του τον παραλήρησαν με τον Ντοστογιέφσκι. Ο ίδιος λέει για την ικανότητα του στη γραφή : «Το έπ' έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό και η ασυλλόγιστη απλοχεριά του έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, ενώ παράλληλα χειροτέρευε και η υγεία του. Κάποιοι φίλοι του (μεταξύ των οποίων οι Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος, Αριστομένης Προβελέγγιος) διοργάνωσαν μια γιορτή στο Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός" το 1908 για τα λογοτεχνικά εικοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, με σκοπό να τον βοηθήσουν να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του και να αγοράσει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει στη Σκιάθο. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε να τον πείσει να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 έφυγε για το νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως ο ίδιος έγραψε.
Στο νησί του εξακολούθησε να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα ύστερα από λίγο τα χέρια του πρήστηκαν και του ήταν δύσκολο να γράφει. Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία. Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά χρονικά συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματα πιο ώριμα και πιο ολοκληρωμένα.
Ο Παπαδιαμάντης πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία, ύστερα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο.
Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του.
Πολλοί ήταν λάτρεις του έργου του, άνθρωποι των γραμμάτων και μη κι άλλοι δεν μίλησαν σχεδόν καθόλου για αυτόν όσο ζούσε. Πολλά έργα του ήταν στην καθαρεύουσα όμως όσο περνούσε ο καιρός απλούστευε την γλώσσα του όσο μπορούσε μέχρι που τα τελευταία του έργα τα έγραψε στην δημοτική. Για το έργο του οι κριτικοί λογοτέχνες, όπως ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Άγγελος Βλάχος, ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Ιωάννης Δαμβέργης, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος δεν ανέφεραν ούτε λέξη όσο ήταν εν ζωή.
Ο πάντοτε παρατηρητικός Ξενόπουλος δίσταζε να διακηρύξει την αξία του Παπαδιαμάντη. Μόνο ο Κωστής Παλαμάς, γράφει για αυτόν : «ένα περιβόλι είναι ο κόσμος πού μας παρουσιάζει στις ιστορίες του... Παντού τα συγκεκριμένα και τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα... Πρόσωπα, όχι δόγματα. Εικόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις». Το ίδιο κάνει κι ο Παύλος Νιρβάνας στα 1906: «Εκείνος πού θα δώσει μίαν ημέραν μακρινήν... την εικόνα του Παπαδιαμάντη, του πρώτου και μοναδικού της εποχής μας, δεν πρέπει να χωρίσει ποτέ τον συγγραφέα από τον άνθρωπον... Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι γραμματάνθρωπος, είναι ποιητής».
Αμέσως όμως μετά τον θάνατό του όλοι, ομόφωνα σχεδόν, τον εγκωμίασαν αυθόρμητα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος τον τίμησε με μια από τις καλύτερες κριτικές μελέτες του. Όπως έγραψε, «ο Παπαδιαμάντης δεν εψεύστηκε ποτέ, δεν εμιμήθη ποτέ, δεν έπροσποιήθη ποτέ, δεν εκιβδηλοποίησε ποτέ. Έκοψε μόνον ολόχρυσα νομίσματα από το μεταλλείον της ψυχής του, της αγνής και αδιαφθόρου... Η ψυχή του είναι καθαυτό η ρωμέικη λαϊκή ψυχή», ενώ θεωρεί αριστούργημα τού Παπαδιαμάντη την Φόνισσα και την χαρακτηρίζει «τραγωδίαν μεγαλοπρεπεστάτην».
Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε στο Ἄξιoν Ἐστί :
Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸκαὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει επίσης : Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ὁ πιὸ σημαντικὸς πεζογράφος τῆς νέας ἙλληνικῆςΛογοτεχνίας, ἂν ὄχι ὁ πιὸ μεγάλος, γιατί ἔχομε τὸν Παπαδιαμάντη.
Και ο Κωστής Παλαμάς συμπληρώνει : « Ο Παπαδιαμάντης είναι ο μεγάλος ζωγράφος των ταπεινών»
Έγραψε τα μυθιστορήματα :Η Γυφτοπούλα (1884), η Μετανάστις (1880),οι Έμποροι των Εθνών (1883).
Τις νουβέλες: Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893),η Φόνισσα (1903),τα ρόδινα ακρογιάλια (1908),Χρήστος Μηλιόνης (1885)
Και πάρα πολλά διηγήματα όπως :
Αγάπη στον κρεμνό, Άγια και πεθαμένα (1896), Άλλος τύπος (1903),Αμαρτίας φάντασμα (1900), Άνθος του γιαλού (1906),Αποκριάτικη νυχτιά (1892),Απόλαυσις στη γειτονιά (1900), Άσπρη σαν το χιόνι (1907), Άψαλτος (1906),Γουτού γουπατού (1899),Γυνή πλέουσα (1905), Εξοχική Λαμπρή (1890),Εξοχικόν κρούσμα (1906), Έρημο μνήμα (1910),Η Βλαχοπούλα (1892), Η Γλυκοφιλούσα (1894) Η Δασκαλομάννα (1894),Η Επίσκεψις του αγίου Δεσπότη (1906),Η Θητεία της πενθεράς (1902), Η Θεοδικία της δασκάλας (1906), Η Ξομπλιαστήρα (1906), Η Κάλτσα της Νώενας (1907), Η Μακρακιστίνα (1906),Η Μαούτα (1905),Η Μαυρομαντηλού (1891),Η Νοσταλγός (1894),Η Σταχομαζώχτρα (1889),Η Στοιχειωμένη καμάρα (1904),Η Συντέκνισσα (1903),Η Τελευταία βαπτιστική (1888), Η Τύχη απ' την Αμέρικα (1901),Η Φαρμακολύτρια (1900),Η Φωνή του Δράκου (1904),Η Χήρα παπαδιά (1888), Η Χήρα του Νεομάρτυρος (1905),Η Χολεριασμένη (1901),Κοκκώνα θάλασσα (1900),Λαμπριάτικος ψάλτης (1893),Με τον πεζόβολο (1907),Μια ψυχή (1891), Μικρά ψυχολογία (1903),Ναυαγίων ναυάγια (1893),Νεκρός ταξιδιώτης (1910), Ο Αβασκαμός του Αγά (1896), Ο Αειπλάνητος (1903), Ο Αλιβάνιστος (1903), Ο Αμερικάνος (1891),Ο Ανάκατος (1910),Ο Γαγάτος καί τ' άλογο (1900),Ο Γείτονας με το λαγούτο (1900),Ο Διδάχος (1906), Ο Έρωτας στα χιόνια (1896), Ο Κακόμης (1903),Ο Καλόγερος (1892),Ο Κοσμολαΐτης (1903),Ο Ξεπεσμένος δερβίσης (1896),Ο Πανδρολόγος (1902),Ο Πανταρώτας (1891),Ο Πεντάρφανος (1905) Ο Πολιτισμός εις το χωρίον (1891), Ο Σημαδιακός (1889), Ο Τυφλοσύρτης (1892),Ο Χαραμάδος (1904), Ο Χορός εις του κ. Περιάνδρου (1905), Οι Δύο δράκοι (1906), Οι Ελαφροΐσκιωτοι (1892),Οι Κουκλοπαντρειές (1903),Οι Λίρες του Ζάχου (1908), Οι Μάγισσες (1900),Οι Ναυαγοσώσται (1901), Οι Παραπονεμένες (1899), Οι Χαλασοχώρηδες (1892),Ολόγυρα στη λίμνη (1892), Όνειρο στο κύμα (1900),Παιδική Πασχαλιά (1891),Πάσχα ρωμέικο (1891),Πατέρα στο σπίτι (1895),Ποία εκ των δύο (1906),Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου (1906),Σταγόνα νερού (1906),Στην Αγ. Αναστασά (1892), Στο Χριστό, στο Κάστρο (1892),Στρίγγλα μάννα (1902),Τα Δυό κούτσουρα (1904),Τα Δυό τέρατα (1909), Τα Καλαμπούρια ενός δασκάλου (1908),Τα Κρούσματα (1903),Τα Λιμανάκια (1907), Τα Πτερόεντα δώρα (1907),Τα Συχαρίκια (1894),Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη (1896),Της Δασκάλας τα μάγια (1909),Της Κοκκώνας το σπίτι (1893),Το Γιαλόξυλο (1905), Το Γράμμα στην Αμερική (1910),Το Ενιαύσιον θύμα (1899),Το Θαλάσσωμα (1906),Το Θαύμα της Καισαριανής (1901),Το Καμίνι (1907), Το Κρυφό Μανδράκι (1906),Το Μυρολόγι της φώκιας (1908), Το «Νάμι» της (1906),Το Νησί της Ουρανίτσας (1902),Το Πνίξιμο του παιδιού (1900),Το Σπιτάκι στο λιβάδι (1896), Το Τυφλό σοκκάκι (1906), Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη,Το Χριστόψωμο (1887),Το Ψοφίμι (1906),Τρελλή βραδυά (1901),Υπηρέτρα (1888),Υπό την βασιλικήν δρύν (1901),Φιλόστοργοι (1895),Φορτωμένα κόκκαλα (1907),Φτωχός άγιος (1891),Φώτα – Ολόφωτα (1894),Χωρίς στεφάνι (1896), Ωχ! Βασανάκια (1894)
ΠΗΓΕΣ:
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Wikipedia.gr
Ελύτης Οδυσσέας, "Η μαγεία του Παπαδιαμάντη", Εκδ.Ύψιλον, 1996, Αθήνα
"Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη: Επιλογή κριτικών κειμένων", Εκδ.Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 200
«…O Παπαδιαμάντης είναι ο μεγάλος ζωγράφος των ταπεινών!...»( Κωστής Παλαμάς)
« … Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ' ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη Ἡ Μετανάστις ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν Σωτήρα. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν εἰς τὸ Μὴ χάνεσαι. Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας…»
Οι γονείς του ήταν ο Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ιερέας και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Είχε αλλά οκτώ αδέλφια που τα δυο πέθαναν όταν ήταν μικρά. Εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου κι αυτό « γράφτηκε» ανεξίτηλα στον χαρακτήρα του επηρεάζοντας σχεδόν όλη του τη ζωή.
Ήταν η « Κορυφή των κορυφών »…θα πει ο Καβάφης
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε στο Γυμνάσιο (με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών δυσκολιών) στη Χαλκίδα και στον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός, άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Επιστρέφει στη Φιλοσοφική σχολή των Αθηνών την οποία δεν τελειώνει ποτέ λόγω της φτώχειας και της όχι και τόσο καλής του υγείας. Ο πατέρας του στεναχωριέται πολύ γι αυτό έρχεται πάλι στο νησί του αλλά επειδή οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές, σύντομα αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Όταν πιάνει δουλειά στην εφημερίδα « Ακρόπολις » με αμοιβή περίπου 250 δρχ το μήνα η ζωή του γίνεται κάπως καλύτερη. Η αλόγιστη σπατάλη του και η κακή διαχείριση των οικονομικών του θα τον κρατάει πάντα σε μια κατάσταση αθλιότητας . Λένε πως σαν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη, ακόμα και ρούχα. Συχνά έμενε άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια, γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του.
Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ", ο διευθυντής του προσέφερε για μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό». Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό, που σιγά-σιγά του έγινε πάθος , καθώς και το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση, κατέστρεψαν την υγεία του και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.
Ωστόσο η συγγραφική του ικανότητα ήταν τέτοια ώστε αγαπήθηκε από πολύ κόσμο και οι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής του τον παραλήρησαν με τον Ντοστογιέφσκι. Ο ίδιος λέει για την ικανότητα του στη γραφή : «Το έπ' έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό και η ασυλλόγιστη απλοχεριά του έγιναν αιτία να φτάσει σε απελπιστική κατάσταση, ενώ παράλληλα χειροτέρευε και η υγεία του. Κάποιοι φίλοι του (μεταξύ των οποίων οι Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος, Αριστομένης Προβελέγγιος) διοργάνωσαν μια γιορτή στο Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός" το 1908 για τα λογοτεχνικά εικοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, με σκοπό να τον βοηθήσουν να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του και να αγοράσει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει στη Σκιάθο. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε να τον πείσει να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 έφυγε για το νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως ο ίδιος έγραψε.
Στο νησί του εξακολούθησε να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα ύστερα από λίγο τα χέρια του πρήστηκαν και του ήταν δύσκολο να γράφει. Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία. Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά χρονικά συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματα πιο ώριμα και πιο ολοκληρωμένα.
Ο Παπαδιαμάντης πέθανε στις 3 Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία, ύστερα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο.
Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του.
Πολλοί ήταν λάτρεις του έργου του, άνθρωποι των γραμμάτων και μη κι άλλοι δεν μίλησαν σχεδόν καθόλου για αυτόν όσο ζούσε. Πολλά έργα του ήταν στην καθαρεύουσα όμως όσο περνούσε ο καιρός απλούστευε την γλώσσα του όσο μπορούσε μέχρι που τα τελευταία του έργα τα έγραψε στην δημοτική. Για το έργο του οι κριτικοί λογοτέχνες, όπως ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Άγγελος Βλάχος, ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Ιωάννης Δαμβέργης, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος δεν ανέφεραν ούτε λέξη όσο ήταν εν ζωή.
Ο πάντοτε παρατηρητικός Ξενόπουλος δίσταζε να διακηρύξει την αξία του Παπαδιαμάντη. Μόνο ο Κωστής Παλαμάς, γράφει για αυτόν : «ένα περιβόλι είναι ο κόσμος πού μας παρουσιάζει στις ιστορίες του... Παντού τα συγκεκριμένα και τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα... Πρόσωπα, όχι δόγματα. Εικόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις». Το ίδιο κάνει κι ο Παύλος Νιρβάνας στα 1906: «Εκείνος πού θα δώσει μίαν ημέραν μακρινήν... την εικόνα του Παπαδιαμάντη, του πρώτου και μοναδικού της εποχής μας, δεν πρέπει να χωρίσει ποτέ τον συγγραφέα από τον άνθρωπον... Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι γραμματάνθρωπος, είναι ποιητής».
Αμέσως όμως μετά τον θάνατό του όλοι, ομόφωνα σχεδόν, τον εγκωμίασαν αυθόρμητα. Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος τον τίμησε με μια από τις καλύτερες κριτικές μελέτες του. Όπως έγραψε, «ο Παπαδιαμάντης δεν εψεύστηκε ποτέ, δεν εμιμήθη ποτέ, δεν έπροσποιήθη ποτέ, δεν εκιβδηλοποίησε ποτέ. Έκοψε μόνον ολόχρυσα νομίσματα από το μεταλλείον της ψυχής του, της αγνής και αδιαφθόρου... Η ψυχή του είναι καθαυτό η ρωμέικη λαϊκή ψυχή», ενώ θεωρεί αριστούργημα τού Παπαδιαμάντη την Φόνισσα και την χαρακτηρίζει «τραγωδίαν μεγαλοπρεπεστάτην».
Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε στο Ἄξιoν Ἐστί :
Ὅπου καὶ νὰ σᾶς βρίσκει τὸ κακό, ἀδελφοί ὅπου καὶ νὰ θολώνει ὁ νοῦς σας
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμὸκαὶ μνημονεύετε Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει επίσης : Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ὁ πιὸ σημαντικὸς πεζογράφος τῆς νέας ἙλληνικῆςΛογοτεχνίας, ἂν ὄχι ὁ πιὸ μεγάλος, γιατί ἔχομε τὸν Παπαδιαμάντη.
Και ο Κωστής Παλαμάς συμπληρώνει : « Ο Παπαδιαμάντης είναι ο μεγάλος ζωγράφος των ταπεινών»
Έγραψε τα μυθιστορήματα :Η Γυφτοπούλα (1884), η Μετανάστις (1880),οι Έμποροι των Εθνών (1883).
Τις νουβέλες: Βαρδιάνος στα σπόρκα (1893),η Φόνισσα (1903),τα ρόδινα ακρογιάλια (1908),Χρήστος Μηλιόνης (1885)
Και πάρα πολλά διηγήματα όπως :
Αγάπη στον κρεμνό, Άγια και πεθαμένα (1896), Άλλος τύπος (1903),Αμαρτίας φάντασμα (1900), Άνθος του γιαλού (1906),Αποκριάτικη νυχτιά (1892),Απόλαυσις στη γειτονιά (1900), Άσπρη σαν το χιόνι (1907), Άψαλτος (1906),Γουτού γουπατού (1899),Γυνή πλέουσα (1905), Εξοχική Λαμπρή (1890),Εξοχικόν κρούσμα (1906), Έρημο μνήμα (1910),Η Βλαχοπούλα (1892), Η Γλυκοφιλούσα (1894) Η Δασκαλομάννα (1894),Η Επίσκεψις του αγίου Δεσπότη (1906),Η Θητεία της πενθεράς (1902), Η Θεοδικία της δασκάλας (1906), Η Ξομπλιαστήρα (1906), Η Κάλτσα της Νώενας (1907), Η Μακρακιστίνα (1906),Η Μαούτα (1905),Η Μαυρομαντηλού (1891),Η Νοσταλγός (1894),Η Σταχομαζώχτρα (1889),Η Στοιχειωμένη καμάρα (1904),Η Συντέκνισσα (1903),Η Τελευταία βαπτιστική (1888), Η Τύχη απ' την Αμέρικα (1901),Η Φαρμακολύτρια (1900),Η Φωνή του Δράκου (1904),Η Χήρα παπαδιά (1888), Η Χήρα του Νεομάρτυρος (1905),Η Χολεριασμένη (1901),Κοκκώνα θάλασσα (1900),Λαμπριάτικος ψάλτης (1893),Με τον πεζόβολο (1907),Μια ψυχή (1891), Μικρά ψυχολογία (1903),Ναυαγίων ναυάγια (1893),Νεκρός ταξιδιώτης (1910), Ο Αβασκαμός του Αγά (1896), Ο Αειπλάνητος (1903), Ο Αλιβάνιστος (1903), Ο Αμερικάνος (1891),Ο Ανάκατος (1910),Ο Γαγάτος καί τ' άλογο (1900),Ο Γείτονας με το λαγούτο (1900),Ο Διδάχος (1906), Ο Έρωτας στα χιόνια (1896), Ο Κακόμης (1903),Ο Καλόγερος (1892),Ο Κοσμολαΐτης (1903),Ο Ξεπεσμένος δερβίσης (1896),Ο Πανδρολόγος (1902),Ο Πανταρώτας (1891),Ο Πεντάρφανος (1905) Ο Πολιτισμός εις το χωρίον (1891), Ο Σημαδιακός (1889), Ο Τυφλοσύρτης (1892),Ο Χαραμάδος (1904), Ο Χορός εις του κ. Περιάνδρου (1905), Οι Δύο δράκοι (1906), Οι Ελαφροΐσκιωτοι (1892),Οι Κουκλοπαντρειές (1903),Οι Λίρες του Ζάχου (1908), Οι Μάγισσες (1900),Οι Ναυαγοσώσται (1901), Οι Παραπονεμένες (1899), Οι Χαλασοχώρηδες (1892),Ολόγυρα στη λίμνη (1892), Όνειρο στο κύμα (1900),Παιδική Πασχαλιά (1891),Πάσχα ρωμέικο (1891),Πατέρα στο σπίτι (1895),Ποία εκ των δύο (1906),Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου (1906),Σταγόνα νερού (1906),Στην Αγ. Αναστασά (1892), Στο Χριστό, στο Κάστρο (1892),Στρίγγλα μάννα (1902),Τα Δυό κούτσουρα (1904),Τα Δυό τέρατα (1909), Τα Καλαμπούρια ενός δασκάλου (1908),Τα Κρούσματα (1903),Τα Λιμανάκια (1907), Τα Πτερόεντα δώρα (1907),Τα Συχαρίκια (1894),Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη (1896),Της Δασκάλας τα μάγια (1909),Της Κοκκώνας το σπίτι (1893),Το Γιαλόξυλο (1905), Το Γράμμα στην Αμερική (1910),Το Ενιαύσιον θύμα (1899),Το Θαλάσσωμα (1906),Το Θαύμα της Καισαριανής (1901),Το Καμίνι (1907), Το Κρυφό Μανδράκι (1906),Το Μυρολόγι της φώκιας (1908), Το «Νάμι» της (1906),Το Νησί της Ουρανίτσας (1902),Το Πνίξιμο του παιδιού (1900),Το Σπιτάκι στο λιβάδι (1896), Το Τυφλό σοκκάκι (1906), Το Χριστός Ανέστη του Γιάννη,Το Χριστόψωμο (1887),Το Ψοφίμι (1906),Τρελλή βραδυά (1901),Υπηρέτρα (1888),Υπό την βασιλικήν δρύν (1901),Φιλόστοργοι (1895),Φορτωμένα κόκκαλα (1907),Φτωχός άγιος (1891),Φώτα – Ολόφωτα (1894),Χωρίς στεφάνι (1896), Ωχ! Βασανάκια (1894)
ΠΗΓΕΣ:
Εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Wikipedia.gr
Ελύτης Οδυσσέας, "Η μαγεία του Παπαδιαμάντη", Εκδ.Ύψιλον, 1996, Αθήνα
"Εισαγωγή στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη: Επιλογή κριτικών κειμένων", Εκδ.Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 200
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου