Επιμέλεια: Οικοδόμος //
1. «Ακρογιάλι»
1. «Ακρογιάλι»
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φτωχός φουστανελάς που είχε τη μανία να ζωγραφίζει. Τον έλεγαν Θεόφιλο. Τα πινέλα του τα κουβαλούσε στο
2. «Ζεύγος»
2. «Ζεύγος»
σελάχι του, εκεί που οι πρόγονοί του βάζαν τις πιστόλες και τα μαχαίρια τους. Τριγύριζε στα χωριά της Μυτιλήνης, τριγύριζε στα χωριά του Πηλίου
3. «Έλληνες Στρατιώτες»
3. «Έλληνες Στρατιώτες»
και ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ό,τι του παράγγελναν, για να βγάλει το ψωμί του. Υπάρχουν στον Άνω Βόλο κάμαρες ολόκληρες ζωγραφισμένες από το
4. «Η Μυτιλήνη»
4. «Η Μυτιλήνη»
χέρι του Θεόφιλου, καφενέδες στη Λέσβο, μπακάλικα και μαγαζιά σε διάφορα μέρη που δείχνουν το πέρασμά του ― αν σώζουνται ακόμη.
5. «Κουλουροπώλης Σμύρνης»
5. «Κουλουροπώλης Σμύρνης»
Ο κόσμος τον περιγελούσε. Του έκαναν μάλιστα και αστεία τόσο χοντρά, που κάποτε τον έριξαν κάτω από μιαν ανεμόσκαλα και του ‘σπασαν ένα δυο
6. «Ερωτόκριτος και Αρετούσσα»
6. «Ερωτόκριτος και Αρετούσσα»
κόκαλα. Ο Θεόφιλος, ωστόσο, δεν έπαυε να ζωγραφίζει σε ό,τι έβρισκε. Είδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σε κάμποτο, πάνω σε πρόστυχο
7. «Παλαιστές της Σμύρνης»
7. «Παλαιστές της Σμύρνης»
χαρτόνι. Τους θαύμαζαν κάτι νέοι που τους έλεγαν ανισόρροπους οι ακαδημαϊκοί. Έτσι κυλούσε η ζωή του και πέθανε ο Θεόφιλος, δεν είναι
8. «Θεόφιλος και αδελφή του Ειρήνη»
8. «Θεόφιλος και αδελφή του Ειρήνη»
πολλά χρόνια, και μια μέρα ήρθε ένας ταξιδιώτης από τα Παρίσια. Είδε αυτή τη ζωγραφική, μάζεψε καμιά πενηνταριά κομμάτια, τα τύλιξε και πήγε να τα
9. «Το Μάζεμα Των Ελαιών»
9. «Το Μάζεμα Των Ελαιών»
δείξει στους φωτισμένους κριτικούς που κάθονται κοντά στο Σηκουάνα. Και οι φωτισμένοι κριτικοί βγήκαν κι έγραψαν πως ο Θεόφιλος ήταν σπουδαίος
10. «Κορίτσι με το καπέλο»
10. «Κορίτσι με το καπέλο»
ζωγράφος. Και μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα στην Αθήνα. Το επιμύθιο αυτής της ιστορίας είναι ότι λαϊκή παιδεία δε σημαίνει μόνο να διδάξουμε το λαό
11. «Ο Καφετζής»
11. «Ο Καφετζής»
αλλά και να διδαχτούμε από το λαό.
[Γιώργος Σεφέρης, «Δοκιμές», εκδ. Ίκαρος]
12. «Συμπόσιο αυτοκράτειρα»
12. «Συμπόσιο αυτοκράτειρα»
*«Άστεγος, περιπλανώμενος, παραμυθάς, αν και τραυλός. Έπαιζε ακορντεόν κι αυτοσχεδίαζε κλέφτικα τραγούδια. Βρώμικος, ψειριασμένος. Φουστανελοφορεμένος και με στολίδια, ολοχρονίς σαν Μεγαλέξανδρος. Καμιά γυναίκα δεν τον ήθελε. Οι μεγάλοι των φώναζαν αχμάκη (αφελής, κουτός, βραδύνους). Τα παιδιά τον πετροβολούσαν. Τύπος παράξενος, σαλός. Ένας «φτωχούλης του θεού», με σπάνια «προίκα» στην ψυχή και στο ζερβί του χέρι». Έτσι περιγράφουν οι μαρτυρίες τον μέγιστο λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο (Θεόφιλος Χατζημιχαήλ) που έφυγε από τη ζωή πρόωρα, άρρωστος και μόνος, στις 24 Μάρτη του 1934.