Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Κυριακή, 20 Απριλίου 2014

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Πίνακας El Greco

ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ -Η ημέρα της Λαμπρής
Καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη· 
και από κει κινημένο αργοφυσούσε 
τόσο γλυκά στο πρόσωπο τ’ αέρι, 
που λες και λέει μες της καρδιάς τα φύλλα 
«γλυκειά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα». 
Χριστός ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί μεγάλοι, ετοιμαστήτε·
μέσα στες εκκλησιές τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμμαζωχτήτε· 
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες 
ομπροστά στους Αγίους και φιληθήτε· 
φιληθήτε γλυκά χείλη με χείλη, 
πέστε «Χριστός Ανέστη», εχθροί και φίλοι 
Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες 
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφι- 
σμένες εικόνες, ψάλλουνε οι ψαλτάδες 
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι 
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες 
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι, 
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι».


Πίνακας -  mikhail nesterov

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ  - Ἀνάσταση
Νὰ τ᾿ ἡ μεγάλη νύχτα! Καλὴ νύχτα!
Ψηλὰ τὸ κυπαρίσσι σὲ καλεῖ.
- Ἔλα, δὲν ἔχεις τίποτα νὰ χάσεις
μάιδε νὰ θυμηθεῖς καὶ νὰ ξεχάσεις. 
Πατρίδα; Πουλημένη στὸ σφυρί!
Λεφτεριά; Μὲ χαλκᾶδες δὲν μπορεῖ!
Παιδιά; Ποῦ τὰ χεῖ ἂς κλαίει μέχρι θανάτου,
θά ῾ναι σκλαβ᾿ ἢ προδότες τὰ ὀρφανά του! 
Εἰσ᾿ ἄδειος ἤσκιος μέσα σ᾿ ὅλα τ᾿ ἄδεια
Δὲν εἶναι τόσο μάβρα τὰ σκοτάδια
τοῦ τάφου, ὅσο τὰ φέγγῃ τῆς ἡμέρας,
τὰ φέγγῃ τῆς σκλαβιᾶς καὶ τῆς φοβέρας. 
Πιὸ σίχαμ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάθε γῆς σκουλῆκι,
οἱ θεόμορφοι δυνάστες σου καὶ λύκοι.
Μὴ λὲς ἀφανισμὸ τὸ θάνατό σου,
ἀφοῦ δὲ ζοῦσες γιὰ τὸν ἐαφτό σου. 
Ἂν ἔκανες τὸ χρέος σου στὸ λαό,
σὰν ξεχυθεῖ μὲ πάθος παλαιὸ
τὴν πᾶσαν ἀτιμία νὰ συνεπάρει,
μ᾿ ἄλλους πολλοὺς θά ῾χει κ᾿ ἐσὲ μπροστάρη.
Πίνακας - Noel-coypel
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ - Ἀνάσταση



Ἡ Ἀνάσταση. Καὶ γέμισε χαρά,
λουλούδισε ἡ ψυχή μου σὰν τὸ κρίνο.
Κι ἀνοίγω τῆς λαχτάρας τὰ φτερά,
ψηλὰ μὲς στῆς αὐγῆς τὰ φωτερὰ
γαλάζιο ἕνα ἀστροφῶς κι ἐγὼ νὰ γίνω.

Ἀνάσταση. Τὰ σήμαντρα χτυποῦν.
Κι ὅλα τὰ δένδρα ἀνθίζουν πέρα ὡς πέρα.
Στὸν κόσμο αὐτὸ ἂς μάθουν ν᾿ ἀγαποῦν
ὅσοι τὸ μίσος ἔσπειραν κι ἂς ποῦν
«Χριστὸς Ἀνέστη ἐτούτη τὴν ἡμέρα»
.


Πίνακας -piero della francesca
ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ - Ἡ Λαμπρή


Νἄτην ἡ λαμπρὴ μὲ τὰ λουλούδια. 
κόψετε παιδιὰ τὴν πασχαλιὰ 
κι ὅλα μὲ χαρὲς καὶ μὲ τραγούδια 
τρέξετε ν᾿ ἀλλάξωμε φιλιά.

Σήμαντρα γλυκὰ βαροῦν ἀκόμα 
καὶ μοσχοβολοῦν οἱ ἐκκλησιές, 
μόσχος τὰ φιλιὰ στὸ κάθε στόμα, 
τὰ φιλιὰ τῆς ἄνοιξης δροσιές.


Πᾶμε νὰ στρωθοῦμε στὸ χορτάρι 
καὶ τ᾿ ἀρνί μας ψήνεται σιγά. 
Καὶ μὲ τῆς Ἀνάστασης τὴ χάρη 
φέρτε νὰ τσουγκρίσουμε τ᾿ αὐγά.


Πίνακας - Rafael
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Ανάσταση


   «Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,

κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,

κι αυτό το κάθαρμα ο άμαξας προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.

Πίνακας -  Fra Angelico
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - Η ανάσταση των φτωχών

Κι όταν μ’ έθαψαν κι έριξαν όλο το χώμα της γης επάνω μου,
ήτανε τόση η θλίψη ενός αδέξιου θαυματοποιού στη γωνιά του δρόμου
       που βγήκα μέσ’ απ’ το καπέλο του.

Πίνακας - Meister von Liesborn
Ο. ΕΛΥΤΗΣ  - ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ)

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορ-
φή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμέ-
να, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.
Σου 'ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την
ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη
θέση στον τάφο που σου ανήκει.
Πίνακας - hans memling 
Ο. ΕΛΥΤΗΣ  - ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ) β

Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα
πάρε το κίτρο που μου 'δωκε ο Κάλβος
δικιά σου η χρυσή μυρωδία
Μεθαύριο θα 'ρθουν τ' άλλα πουλιά
θα 'ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές
μα βαριά η δική μου καρδία.

Πίνακας -jacopo tintoretto


ΓΚΑΝΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ - ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ 

Είχαμε πάρει το μονοπάτι για το σπίτι
θάλασσα ολούθε μπαμπακιά ο Απρίλης
κι όσο χωνόμαστε μες στα πλατάνια
τόσο σωπαίναν δε φυσούσε
μόνο που με κοιτάζαν από μέσα μου
νωπά τα μάτια της απ’ τα κεριά
και σφύριζα θυμάμαι το Χριστός Ανέστη.
 
Ο ουρανός που λίγο πριν αστροφορούσε
σ’ άσπρο σεντόνι γύριζε και σε βρεγμένο.
 
Δυο βήματα απ’ τη βρύση ο αδερφός της,
έσταζε το βρακί και το παγούρι του
―Χριστός Ανέστη, πώς περνάς, τι να περνούσε
κόντευε χρόνο πεθαμένος.
Γύρισε να μας δει κι έφεξε ο τόπος
σαν κάποιος να μας φωτογράφιζε τη νύχτα.






































Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου